- ἐξόπισθε
- ἐξόπισθεbackwardsindeclform (adverb)ἐξόπισθενbackwardspoetic indeclform (adverb)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
τἀξόπισθε — ἐξόπισθε , ἐξόπισθε backwards indeclform (adverb) ἐξόπισθε , ἐξόπισθεν backwards poetic indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξόπισθ' — ἐξόπισθε , ἐξόπισθε backwards indeclform (adverb) ἐξόπισθε , ἐξόπισθεν backwards poetic indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εξόπισθεν — ἐξόπισθε(ν) (AM) (Α και ἐξόπιθεν) επίρρ. 1. από πίσω 2. πίσω από κάποιον μσν. 1. προς τα πίσω 2. ύστερα από κάποιον αρχ. φρ. τὰ ἐξόπισθεν από δω και πέρα, στο εξής … Dictionary of Greek
созади — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;} нареч. (греч. ἐκτῶν, ἐξόπισθε, ὀπίσω, κατόπισθεν) сзади, позади. … Словарь церковнославянского языка
ίστημι — ἵστημι (ΑΜ) 1. τοποθετώ όρθιο κάτι, στήνω («ἔγχος μέν ῥ ἔστησε φέρων πρὸς κίονα» Ομ. Ιλ.) 2. (για ανδριάντες, οικοδομές, τρόπαια) ιδρύω, εγείρω («ἔστησε τρόπαια») μσν. (το μέσ.) ἵσταμαι 1. είμαι όρθιος, στέκομαι 2. (για οικοδομήματα) υψώνομαι,… … Dictionary of Greek
ԶԿՆԻ — I. ( ) NBH 1 0737 Chronological Sequence: 5c, 8c, 10c, 12c նխ. ὁπίσω, μετά, ἑχόμενος, κατόπισθε post, pone Զհետ. (զի կին, կինք, է հետք ոտից. որպէս եւ կնիք՝ տպաւորիչ զհետս իւր.) ընդ հետս կամ յետ ոտից այլոց հետեւելով. յետոյ քան. իզը կոխելով, ետեւ,… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)